κυριευμένος

κυριευμένος
η , ο[ν] охваченный (каким-л. чувством); одержимый (чём-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κυριευμένος" в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έκδειλος — ἔκδειλος, ο, η (Μ) κυριευμένος από φόβο …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπαθής — κοσμοπαθής, ές (Μ) κυριευμένος από τα εγκόσμια πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. τού πάσχω + κατάλ. ης), πρβλ. σεισμο παθής, ψυχο παθής] …   Dictionary of Greek

  • ξεδίνω — και ξεδώνω (Μ ξεδίνω) παραδίδομαι στη διασκέδαση προκειμένου να ξεχάσω κάτι συνήθως δυσάρεστο, τό ρίχνω έξω μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεδομένος, η, ον ο κυριευμένος από ερωτική επιθυμία …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

  • κυριαρχούμαι — βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κυριαρχούμαι : σπάνια η παθητική φωνή, με την έννοια → είμαι κυριευμένος από κάτι (κυρίως για έντονες συναισθηματικές καταστάσεις) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυριεύομαι — κυριεύομαι, κυριεύτηκα και κυριεύθηκα, κυριευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»